Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορατικότης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορατικότης θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία