Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οράριο τα οράρια
      γενική του οραρίου
οράριου
των οραρίων
    αιτιατική το οράριο τα οράρια
     κλητική οράριο οράρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διάκονος που φορά οράριο

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

οράριο < (λατινικά) orare (προσεύχομαι)

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

οράριο ουδέτερο

  • άμφιο του πρώτου βαθμού της ιεροσύνης, του διακόνου

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

οράριο < ωράριο < ὡράριον < ὥρα + -ιον για να αποδοθεί η γαλλική horaire < από το υστερολατινικό horarium < από την αρχαία ελληνική ὥρα και ὥρη

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

οράριο ουδέτερο

  • εσφαλμένη γραφή του ωραρίου από όσους θεωρούν ότι η λατινική hora δεν προέρχεται από την ελληνική ὥρα

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία