οπτασιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπτασιασμός < ουσιαστικό από το ρήμα οπτασιάζομαι < οπτασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπτασιασμός αρσενικό
- το να βλέπει κανείς οπτασίες, οραματισμός