Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπορτουνισμός οι οπορτουνισμοί
      γενική του οπορτουνισμού των οπορτουνισμών
    αιτιατική τον οπορτουνισμό τους οπορτουνισμούς
     κλητική οπορτουνισμέ οπορτουνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπορτουνισμός < γαλλική opportunisme < opportun (πρόσφορος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπορτουνισμός αρσενικό

ως γενικός όρος «ευνοιοκρατία»

  1. τρόπος ενέργειας σύμφωνα με τον οποίο ο δράστης του κινητοποιείται από συμφεροντολογικά ελατήρια κι όχι από το χρέος προς μια πάγια αρχή
  2. ελιγμός και η αξιοποίηση συγκυριών κάθε είδους προκειμένου να επιτευχθούν προσωπικά συμφέροντα
  3. συμμόρφωση προς την αστική νομιμότητα (με μαρξιστικούς όρους), άρα η εγκατάλειψη της επανάστασης (με μαρξιστικούς όρους)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία