οπλομαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπλομαχώ < αρχαία ελληνική ὁπλομαχέω / ὁπλομαχῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.plo.maˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλο‐μα‐χώ
Ρήμα επεξεργασία
οπλομαχώ, πρτ.: οπλομαχούσα (χωρίς συνοπτικούς χρόνους, χωρίς παθητική φωνή)
- πολεμάω ή εξασκούμαι με όπλα σώμα με σώμα
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | οπλομαχώ | οπλομαχούσα | θα οπλομαχώ | να οπλομαχώ | οπλομαχώντας | |
β' ενικ. | οπλομαχείς | οπλομαχούσες | θα οπλομαχείς | να οπλομαχείς | (οπλομάχει) | |
γ' ενικ. | οπλομαχεί | οπλομαχούσε | θα οπλομαχεί | να οπλομαχεί | ||
α' πληθ. | οπλομαχούμε | οπλομαχούσαμε | θα οπλομαχούμε | να οπλομαχούμε | ||
β' πληθ. | οπλομαχείτε | οπλομαχούσατε | θα οπλομαχείτε | να οπλομαχείτε | οπλομαχείτε | |
γ' πληθ. | οπλομαχούν(ε) | οπλομαχούσαν(ε) | θα οπλομαχούν(ε) | να οπλομαχούν(ε) |
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπλομαχώ
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)