οπισθοδρομήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οπισθοδρομήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπισθοδρομώ
- θα οπισθοδρομήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπισθοδρομώ
οπισθοδρομήσω