Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οπισθοδρομήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος οπισθοδρομώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπισθοδρομώ
  3. θα οπισθοδρομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπισθοδρομώ