οπερατέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπερατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική opérateur < λατινική operator < operor < opus < ops < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- (εργασία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπερατέρ αρσενικό άκλιτο
- (κινηματογράφος, επάγγελμα) ο εικονολήπτης, ο χρήστης της κάμερας που κινηματογραφεί ή μαγνητοσκοπεί μια σκηνή
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπερατέρ
|