Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπερατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική opérateur < λατινική operator < operor < opus < ops < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- (εργασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπερατέρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία