Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπερασιοναλισμός οι οπερασιοναλισμοί
      γενική του οπερασιοναλισμού των οπερασιοναλισμών
    αιτιατική τον οπερασιοναλισμό τους οπερασιοναλισμούς
     κλητική οπερασιοναλισμέ οπερασιοναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπερασιοναλισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπερασιοναλισμός αρσενικό

  • θετικιστική φιλοσοφική θεωρία, η οποία δέχεται πως τα φυσικά μεγέθη έχουν πραγματική σημασία μόνο όταν μπορούν να αναχθούν σε κάποιο απόλυτο και μονοσήμαντα καθορισμένο σύστημα μέτρησης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία