Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύτονος η οξύτονη το οξύτονο
      γενική του οξύτονου της οξύτονης του οξύτονου
    αιτιατική τον οξύτονο την οξύτονη το οξύτονο
     κλητική οξύτονε οξύτονη οξύτονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύτονοι οι οξύτονες τα οξύτονα
      γενική των οξύτονων των οξύτονων των οξύτονων
    αιτιατική τους οξύτονους τις οξύτονες τα οξύτονα
     κλητική οξύτονοι οξύτονες οξύτονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξύτονος < οξύς + τόνος

  Επίθετο επεξεργασία

οξύτονος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία