Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ksi.ɣoˈno.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξυ‐γο‐νώ‐νο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οξυγονώνομαι, π.αόρ.: οξυγονώθηκα, μτχ.π.π.: οξυγονωμένος