οξεοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξεοποίηση | οι | οξεοποιήσεις |
γενική | της | οξεοποίησης | των | οξεοποιήσεων |
αιτιατική | την | οξεοποίηση | τις | οξεοποιήσεις |
κλητική | οξεοποίηση | οξεοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξεοποίηση θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του οξεοποιώ
- αύξηση της οξύτητας ουσίας ή περιβάλλοντος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξεοποίηση
|