ονυχόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ονυχόλυση | οι | ονυχολύσεις |
γενική | της | ονυχόλυσης* | των | ονυχολύσεων |
αιτιατική | την | ονυχόλυση | τις | ονυχολύσεις |
κλητική | ονυχόλυση | ονυχολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονυχόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: onycholysis < αρχαία ελληνική ὀνυχο- (ὀνύχιον, ὄνυξ) + λύσ(ις) + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονυχόλυση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του ονυχολυσία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονυχόλυση
|
Πηγές επεξεργασία
- ονυχόλυση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)