ονυχοφυΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονυχοφυΐα < (καθαρεύουσα) ὀνυχοφυΐα, ονυχο- + -φυΐα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ni.xo.fiˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νυ‐χο‐φυ‐ΐ‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονυχοφυΐα θηλυκό
- (φυσιολογία) η διαδικασία της έκφυσης των νυχιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονυχοφυΐα
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «ὀνυχοφυΐα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .