οντάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οντάς | οι | οντάδες |
γενική | του | οντά | των | οντάδων |
αιτιατική | τον | οντά | τους | οντάδες |
κλητική | οντά | οντάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οντάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀντάς < οθωμανική τουρκική اوطه (τουρκική oda) [1] < πρωτοτουρκική *ōtag
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /onˈdas/ & /oˈdas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
οντάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) δωμάτιο
- ※ Ξανά κοντά σου μες στον οντά σου / απόψε πάλι θα βρεθώ, / μες στη γλυκιά αγκαλιά σου, / στα χάδια στα φιλιά σου, γλυκά θα κοιμηθώ (από τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη σε στίχους Χρ. Κολοκοτρώνη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
οντάς
→ δείτε τη λέξη δωμάτιο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οντάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας