Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονομάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ονομάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ονομάζομαι

  1. φέρω τό όνομα (και/ή το επώνυμο)
    "Πώς ονομάζεστε;", ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον μάρτυρα.
  2. μου απονέμεται ένας τίτλος ή μου αποδίδεται μια ιδιότητα
    ο Κωνσταντίνος ονομάστηκε από την Εκκλησία Μέγας
  3. παίρνω για πρώτη φορά βαθμό αξιωματικού
    αποφοίτησε από τη σχολή και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός

  Μεταφράσεις επεξεργασία