ομώνυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομώνυμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ομώνυμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομώνυμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γραμματική) λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία· οι ομώνυμες ή ομόηχες λέξεις