Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλόρροια οι ομφαλόρροιες
      γενική της ομφαλόρροιας των ομφαλορροιών
    αιτιατική την ομφαλόρροια τις ομφαλόρροιες
     κλητική ομφαλόρροια ομφαλόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομφαλόρροια < ομφαλ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομφαλόρροια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία