ομφαλοσκοπήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαομφαλοσκοπήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομφαλοσκοπώ
- θα ομφαλοσκοπήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομφαλοσκοπώ
ομφαλοσκοπήσω