Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ομοιοκατάληκτο < ομοιοκατάληκτος και ομοιοτέλευτο.

ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, σχήμα λόγου, όταν δύο ή περισσότερες προτάσεις τελειώνουν με λέξεις ομοιοκατάληκτες

«και βογκάει και βαριά μοιρολαγάει».