ομοθέσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ομοθέσιο | τα | ομοθέσια |
γενική | του | ομοθέσιου | των | ομοθέσιων |
αιτιατική | το | ομοθέσιο | τα | ομοθέσια |
κλητική | ομοθέσιο | ομοθέσια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομοθέσιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοθέσιο ουδέτερο
- (μαθηματικά) στοιχεία μητρών με ίδιους δείκτες γραμμής και στήλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοθέσιο
|