ομιχλοκρύσταλλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομιχλοκρύσταλλος | οι | ομιχλοκρύσταλλοι |
γενική | του | ομιχλοκρύσταλλου & ομιχλοκρυστάλλου |
των | ομιχλοκρύσταλλων & ομιχλοκρυστάλλων |
αιτιατική | τον | ομιχλοκρύσταλλο | τους | ομιχλοκρύσταλλους & ομιχλοκρυστάλλους |
κλητική | ομιχλοκρύσταλλε | ομιχλοκρύσταλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομιχλοκρύσταλλος < ομίχλη + -ο- + κρύσταλλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομιχλοκρύσταλλος αρσενικό
- (μετεωρολογία) απόθεση παγοκρυστάλλου σε φυτά ή οτιδήποτε απέχει από το έδαφος και περιβάλλεται από ομίχλη, όταν η θερμοκρασία είναι κατώτερη τού 0°C
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομιχλοκρύσταλλος
|