Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομιχλοκρύσταλλος οι ομιχλοκρύσταλλοι
      γενική του ομιχλοκρύσταλλου
ομιχλοκρυστάλλου
των ομιχλοκρύσταλλων
ομιχλοκρυστάλλων
    αιτιατική τον ομιχλοκρύσταλλο τους ομιχλοκρύσταλλους
ομιχλοκρυστάλλους
     κλητική ομιχλοκρύσταλλε ομιχλοκρύσταλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομιχλοκρύσταλλος < ομίχλη + -ο- + κρύσταλλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομιχλοκρύσταλλος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία