Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομαδόν < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ομαδόν

  1. ομαδικά
    πυρ ομαδόν (διαταγή για να πυροβολήσουν όλοι μαζί)

  Μεταφράσεις επεξεργασία