ομήγυρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομήγυρη | οι | ομηγύρεις |
γενική | της | ομήγυρης* | των | ομηγύρεων |
αιτιατική | την | ομήγυρη | τις | ομηγύρεις |
κλητική | ομήγυρη | ομηγύρεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομηγύρεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομήγυρη < αρχαία ελληνική ὁμήγυρις < ὁμοῦ και ἀγείρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈmi.ʝi.ɾi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομήγυρη θηλυκό
- συνάθροιση μικρού αριθμού ανθρώπων