Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοχρονίς < φράση όλ(ος) + -ο- + χρόν(ος) + -ίς (δείτε και αρχαία ελληνική ὁλοχρόνιος)

  Επίρρημα επεξεργασία

ολοχρονίς

  Μεταφράσεις επεξεργασία