Δείτε επίσης: ὀκτάπους

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οκτάπους οι οκτάποδες
      γενική του οκτάποδος των οκταπόδων
    αιτιατική τον οκτάποδα τους οκτάποδες
     κλητική οκτάπους οκτάποδες
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκτάπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτάπους

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οκτάπους

  Πηγές επεξεργασία