οκτάπους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκτάπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτάπους
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκτάπους
- (παρωχημένο) το χταπόδι, με αναφορά σε ταξινομικά γένη ή είδη που ανήκουν στα Octopoda (Οκτάποδα)
Πηγές επεξεργασία
- οκτάπους - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)