οκτάεδρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οκτάεδρο | τα | οκτάεδρα |
γενική | του | οκτάεδρου & οκταέδρου |
των | οκτάεδρων & οκταέδρων |
αιτιατική | το | οκτάεδρο | τα | οκτάεδρα |
κλητική | οκτάεδρο | οκτάεδρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκτάεδρο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οκτάεδρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκτάεδρο ουδέτερο και οχτάεδρο
- (γεωμετρία) γεωμετρικό στερεό που έχει οχτώ έδρες