οκλαδόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκλαδόν < (ελληνιστική κοινή) ὀκλαδόν < ὀκλάζω, γονατίζω
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
οκλαδόν
- η στάση κάποιου που κάθεται κάτω με τα πόδια λυγισμένα προς τα μέσα, το ένα πάνω στο άλλο
- οι μαθητές κάθονται οκλαδόν σε κύκλο
Επιφώνημα επεξεργασία
οκλαδόν
- το παράγγελμα για να πάρει κάποιος αυτή τη στάση