Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινόπνευμα τα οινοπνεύματα
      γενική του οινοπνεύματος των οινοπνευμάτων
    αιτιατική το οινόπνευμα τα οινοπνεύματα
     κλητική οινόπνευμα οινοπνεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινόπνευμα < οἰνόπνευμα (μαρτυρείται από το 1831)[1] < αρχαία ελληνική οἶνος + πνεῦμα (< πνέω), (μεταφραστικό δάνειο) παλαιά γαλλική esprit de vin (το πνεύμα του οίνου)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈno.pnev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐νό‐πνευ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οινόπνευμα ουδέτερο

  1. πτητικό κι εύφλευκτο υγρό, χωρίς χρώμα και ευδιάλυτο στο νερό, που περιέχεται ως βασικό συστατικό στα αλκοολούχα ποτά και τα διάφορα προϊόντα ζύμωσης· χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό, ως συστατικό φαρμάκων, ως διαλυτικό κ.λπ.
    • Και μετά ταύτα αποστάζεται καθώς το εδικόν μας οινόπνευμα με παρόμοιον λέβητα. (Ἑρμῆς ὁ Κερδῷος, 1815)
    • Αν γίνει κάποιος μικροτραυματισμός, απολυμάνετε την περιοχή με οινόπνευμα και τοποθετήστε ένα καθαρό επίδεσμο. (*)
  2. (συνεκδοχικά) κάθε ποτό που περιέχει το παραπάνω υγρό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 718, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. οινόπνευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας