οινολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινολόγος < οινολογ(ία) + -ος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œnologue < œnolog(ie) < œno- + -logie < οινο- + -λόγος[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- οινολογία
- οινολογικός
- → και δείτε τη λέξη οίνος (κρασί)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οινολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας