Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οινολόγος οι οινολόγοι
      γενική του/της οινολόγου των οινολόγων
    αιτιατική τον/την οινολόγο τους/τις οινολόγους
     κλητική οινολόγε οινολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινολόγος < οινολογ(ία) + -ος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œnologue < œnolog(ie) < œno- + -logie < οινο- + -λόγος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οινολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία