Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οικουρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οικουρί
α
οι
οικουρί
ες
γενική
της
οικουρί
ας
των
οικουρι
ών
αιτιατική
την
οικουρί
α
τις
οικουρί
ες
κλητική
οικουρί
α
οικουρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οικουρία
<
αρχαία ελληνική
οἰκουρῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οικουρία
θηλυκό
η
παραμονή
στο
σπίτι
λόγω
ασθένειας
κυρίως
Συγγενικά
επεξεργασία
οικουρός
οικουρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικουρία