οικοπεδούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοπεδούχος < οικόπεδ(ο) + -ούχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοπεδούχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοπεδούχος
|
οικοπεδούχος αρσενικό ή θηλυκό
|