Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικοδιδάσκαλος οι οικοδιδάσκαλοι
      γενική του οικοδιδασκάλου
οικοδιδάσκαλου
των οικοδιδασκάλων
    αιτιατική τον οικοδιδάσκαλο τους οικοδιδασκάλους
οικοδιδάσκαλους
     κλητική οικοδιδάσκαλε οικοδιδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοδιδάσκαλος < οικο- + διδάσκαλος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hauslehrer[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό οικοδιδασκάλισσα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία