οικειοποιηθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οικειοποιηθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οικειοποιούμαι
- θα οικειοποιηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οικειοποιούμαι