Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδοντοσκόπιο τα οδοντοσκόπια
      γενική του οδοντοσκοπίου
οδοντοσκόπιου
των οδοντοσκοπίων
    αιτιατική το οδοντοσκόπιο τα οδοντοσκόπια
     κλητική οδοντοσκόπιο οδοντοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοντοσκόπιο < δόντι + -σκόπιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοντοσκόπιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία