οδοντοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδοντοσκόπιο ουδέτερο
- όργανο ή εργαλείο με το οποίο ο οδοντίατρος εξετάζει τα δόντια και το στόμα γενικότερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοντοσκόπιο
|
οδοντοσκόπιο ουδέτερο
|