Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντορραγία οι οδοντορραγίες
      γενική της οδοντορραγίας των οδοντορραγιών
    αιτιατική την οδοντορραγία τις οδοντορραγίες
     κλητική οδοντορραγία οδοντορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοντορραγία < οδόντ(ος) + -ο- + -ρραγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοντορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία