Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδοκαθαριστής οι οδοκαθαριστές
      γενική του οδοκαθαριστή των οδοκαθαριστών
    αιτιατική τον οδοκαθαριστή τους οδοκαθαριστές
     κλητική οδοκαθαριστή οδοκαθαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοκαθαριστής < (οδός) οδο- + καθαριστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ðo.ka.θa.ɾiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δο‐κα‐θα‐ρι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοκαθαριστής αρσενικό (θηλυκό οδοκαθαρίστρια[1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)