Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδοιπόρος οι οδοιπόροι
      γενική του οδοιπόρου των οδοιπόρων
    αιτιατική τον οδοιπόρο τους οδοιπόρους
     κλητική οδοιπόρε οδοιπόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοιπόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδοιπόρος.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε οδοι- + -πόρος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ðiˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δοι‐πό‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοιπόρος αρσενικό

  1. που διανύει μια αρκετά μεγάλη απόσταση περπατώντας· ο πεζός ταξιδιώτης
     συνώνυμα: πεζοπόρος, στρατοκόπος
  2. (και σε επιθετική λειτουργία) [3]
    χρειάζεται παράθεμα

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις οδός και πόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οδοιπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οδοιπόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Λέξεις με οδοιπορ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας