Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οβελίσκος οι οβελίσκοι
      γενική του οβελίσκου των οβελίσκων
    αιτιατική τον οβελίσκο τους οβελίσκους
     κλητική οβελίσκε οβελίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οβελίσκος < αρχαία ελληνική ὀβελίσκος < ὀβελὸς (σούβλα - οριζόντια γραμμή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
οβελίσκος στο Παρίσι

οβελίσκος αρσενικό

  • ο λατρευτικός μονολιθικός στύλος (κυλινδρικός ή τετράεδρος) που τοποθετείτο ζευγαρωτά, συνήθως στην είσοδο αρχαίων αιγυπτιακών ναών. Αυτοί οι στύλοι συνήθως απολήγουν σε μικρή πυραμίδα. Γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για κάθε μνημείο που έχει αυτή τη μορφή.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία