Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξώφαρτσα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ξώφαρτσα, ξώφαρσα, ξώφαλτσα

  1. στην επιφάνεια του δέρματος
    το χτύπημα τον πήρε ξώφατσα
     συνώνυμα: επιδερμικά, ξώπετσα
  2. (κατ’ επέκταση) χωρίς κίνδυνο
    το βόλι τον πήρε ξώφαρτσα
     συνώνυμα: ακίνδυνα
  3. (μεταφορικά) χωρίς να προχωράει στο βάθος των πραγμάτων
    συζήτησαν το θέμα ξώφαρτσα
     συνώνυμα: επιπόλαια, επιφανειακά, ξώπετσα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία