ξώφαρτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξώφαρτσα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα επεξεργασία
- στην επιφάνεια του δέρματος
- το χτύπημα τον πήρε ξώφατσα
- (κατ’ επέκταση) χωρίς κίνδυνο
- (μεταφορικά) χωρίς να προχωράει στο βάθος των πραγμάτων
- συζήτησαν το θέμα ξώφαρτσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξώφαρτσα
|