ξόφληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξόφληση | οι | ξοφλήσεις |
γενική | της | ξόφλησης* | των | ξοφλήσεων |
αιτιατική | την | ξόφληση | τις | ξοφλήσεις |
κλητική | ξόφληση | ξοφλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξοφλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξόφληση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξόφληση και εξόφληση θηλυκό
- (λαϊκότροπο)→ δείτε τη λέξη εξόφληση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξόφληση
|