ξωθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξωθιά | οι | ξωθιές |
γενική | της | ξωθιάς | των | ξωθιών |
αιτιατική | την | ξωθιά | τις | ξωθιές |
κλητική | ξωθιά | ξωθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξωθιά < εξωτικιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξωθιά θηλυκό