ξυστήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυστήρι | τα | ξυστήρια |
γενική | του | ξυστηριού | των | ξυστηριών |
αιτιατική | το | ξυστήρι | τα | ξυστήρια |
κλητική | ξυστήρι | ξυστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυστήρι < ξυσ- + -τήρι < καθαρεύουσα ξυστήριον < μεσαιωνική ελληνική ξύστης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksisˈti.ri/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυσ‐τή‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυστήρι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυστήρι
|
Πηγές επεξεργασία
- ξυστήρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)