Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυραφίζω < ξυράφι + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.ɾaˈfi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ξυραφίζω (παθητική φωνή: ξυραφίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία