Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλόβιδα οι ξυλόβιδες
      γενική της ξυλόβιδας των ξυλόβιδων
    αιτιατική την ξυλόβιδα τις ξυλόβιδες
     κλητική ξυλόβιδα ξυλόβιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξυλόβιδες

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλόβιδα < ξυλό- + βίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλόβιδα θηλυκό

  1. ξύλινη βίδα
  2. μεταλλική βίδα που έχει κατάλληλο σπείρωμα ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ξύλο, κάθε μυτερή βίδα που έχει σπείρες λεπτές και κοφτερές και κεφάλι επίπεδο στο πάνω μέρος αλλά καμπύλο στην πλευρά του σπειρώματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία