ξυλαγγουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυλαγγουριά | οι | ξυλαγγουριές |
γενική | της | ξυλαγγουριάς | των | ξυλαγγουριών |
αιτιατική | την | ξυλαγγουριά | τις | ξυλαγγουριές |
κλητική | ξυλαγγουριά | ξυλαγγουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυλαγγουριά < ξυλάγγουρ(ο) + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλαγγουριά θηλυκό
- (φυτό) ποικιλία αγγουριάς που παράγει το ξυλάγγουρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλαγγουριά
|