ξούρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξούρος | οι | ξούροι |
γενική | του | ξούρου | των | ξούρων |
αιτιατική | τον | ξούρο | τους | ξούρους |
κλητική | ξούρε | ξούροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξούρος αρσενικό
- (ιδιωματικό) ψυχρός άνεμος, που «ξυρίζει» / «ξουρίζει»
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξούρος
|