ξοδεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξοδεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξοδεύω
Ρήμα επεξεργασία
ξοδεύομαι
- αναλώνω χρήματα σε αγορές ή άλλους σκοπούς, συνήθως με την έννοια του υπερβολικού
- "Μην ξοδεύεσαι, θα τα χρειαστείς αυτά τα λεφτά"
- αναλώνομαι, ξοδεύω τις δυνάμεις μου άσκοπα ή μάταια
- Ξοδεύτηκα σε ιδεολογίες και διαδηλώσεις και τι κέρδισα;
- Πήγε χαράμι αυτό το παιδί. Ξοδεύτηκε στα ναρκωτικά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξοδεύομαι
|