Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεψύχισμα τα ξεψυχίσματα
      γενική του ξεψυχίσματος των ξεψυχισμάτων
    αιτιατική το ξεψύχισμα τα ξεψυχίσματα
     κλητική ξεψύχισμα ξεψυχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεψύχισμα < ξεψυχώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεψύχισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. οι τελευταίες στιγμές πριν από το θάνατο
  2. η φάση της φθοράς σε ιδέες, επιχειρήσεις, φυσικά φαινόμενα
    το ξεψύχισμα του μεσαίωνα, του εμπορίου, της καταιγίδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία