ξεψυχισμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεψυχισμένα < ξεψυχισμένος
Επίρρημα επεξεργασία
ξεψυχισμένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεψυχισμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξεψυχισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξεψυχισμένο